Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

η επέκταση

  • 1 επέκταση

    [-ις (-εως)] η
    1) расширение; растягивание; удлинение; 2) экспансия; 3) перен. расширение (прав, объёма работ и т. п.); распространение (болезни, эпидемии); 4) развитие (темы и т. п.);

    § κατ' επέκτασιν — превышая;

    κατ' επέκτασιν της δικαιοδοσίας μου — превышая свои полномочия

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επέκταση

  • 2 επέκταση

    [эпэктаси] ουσ θ расширение, удлинение.

    Эллино-русский словарь > επέκταση

  • 3 πολεμώ

    (ε), πολεμάω μετ., αμετ.
    1) воевать, сражаться, бороться;

    πολεμώ τον εχθρόν — или πολεμ κατά τού εχθρού — бороться против врага, бороться с врагом;

    2) бороться (за что-л.); добиваться (чего-л.);

    πολεμ γιά την ελευθερία — бороться за свободу;

    πολεμώ κατά της αγραμματοσύνης — бороться с неграмотностью;

    πολεμώ τίς προλήψεις — бороться с предрассудками;

    πολεμώ την επέκταση της επιδημίας — бороться с эпидемией;

    3) стараться, трудиться;

    μην πολεμάς να τον πείσεις — не пытайся его убедить;

    4) трудиться, напряжённо работать;

    καλώς τα πολεματε! — бог в помощь!;

    § ό, τι πολεμούσα να ξελασπώσω... — едва мне удавалось выкарабкаться из тяжёлого положения, как...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πολεμώ

См. также в других словарях:

  • επέκταση — η (AM ἐπέκτασις) [επεκτείνω] 1. περαιτέρω έκταση, προέκταση («ἐπέκταση σιδηροδρομικῆς γραμμῆς», «ἐπέκταση δικαιωμάτων») 2. επαύξηση λέξης με προσθήκη φωνηέντων («ἥλιος ἠέλιος, οὗτος οὑτοσί) 3. έκταση βραχύχρονου φωνήεντος νεοελλ. 1. ανάπτυξη… …   Dictionary of Greek

  • επέκταση — η 1. ηπαραπέρα αύξηση σε μήκος ή σε έκταση: Επέκταση της πλατείας. 2. μτφ., αύξηση, διεύρυνση, ανάπτυξη, εξάπλωση: Επέκταση δικαιωμάτων. 3. (γραμμ.), η αναλογική χρήση λέξης σε άλλη σημασία εκτός από την κυριολεκτική, η μεταφορική χρήση: Το φρύδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • πολεοδομία — Σε αντίθεση με τον κατά παράδοση ορισμό της π. ως τέχνης οικοδόμησης των πόλεων, που ίσχυε μέχρι την εποχή που οι πολεοδομικοί οργανισμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υπόκεινται σε αργή και προβλεπόμενη ανάπτυξη, η σύγχρονη π., αναλαμβάνοντας πριν… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»